- ἀενάους
- ἀ̱ενάους , ἀέναοςever-flowingmasc/fem acc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ομαλισμός — ο (ΑΜ ὁμαλισμός) [ομαλίζω] (ιδίως για έδαφος) εξάλειψη τών ανωμαλιών, ισοπέδωση («καὶ θῑνας ἀενάους καὶ φάραγγας πληροῡσθαι εἰς ὁμαλισμὸν τῆς γῆς», ΠΔ) μσν. επίλυση προβληματικής κατάστασης αρχ. 1. γραμμ. η έγκλιση τού τόνου 2. φρ. «καθ ὁμαλισμὸν … Dictionary of Greek